- ἐνταφιασμοῦ
- ἐνταφιασμόςlaying out for burialmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
ταφή — η, ΝΜΑ, και ταπή Α η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν η βρύση το νερό», Σολωμ. β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ. γ. «ταφῆς… … Dictionary of Greek
αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… … Dictionary of Greek
εντάφιος — α, ο (AM ἐντάφιος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός) 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός) αρχ. μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιον σάβανο («ὡς … Dictionary of Greek
ενταφιασμός — Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά… … Dictionary of Greek
ζόμπι — το 1. η θεότητα τού πύθωνα στις λατρείες βουντού 2. η θεότητα τού φιδιού τής τελετουργίας βουντού 3. η υπερφυσική δύναμη που, σύμφωνα με την πίστη τών βουντού, μπορεί να ζωοποιήσει ένα νεκρό σώμα 4. άνθρωπος χωρίς θέληση και ομιλία, ικανός μόνο… … Dictionary of Greek
μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην … Dictionary of Greek
νεκροκαύστης — ο (Α νεκροκαύστης) αυτός που καίει τους νεκρούς νεοελλ. αυτός που υποστηρίζει ή επιδιώκει την αντικατάσταση τού ενταφιασμού με την καύση τών νεκρών σε ειδικούς κλιβάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + καύστης (< καίω), πρβλ. ιπνο καύστης, καμινο… … Dictionary of Greek
πιέτα — (Pieta έλεος, ευσέβεια). Ονομασία που δόθηκε κατά τον Μεσαίωνα στις παραστάσεις, ζωγραφικές ή γλυπτικές, της δυτικής εικονογραφίας της Παναγίας με τον Ιησού νεκρό. Ουσιαστικά πρόκειται για σκηνές των μεταξύ της αποκαθήλωσης και του ενταφιασμού… … Dictionary of Greek
πιετά — (Pieta έλεος, ευσέβεια). Ονομασία που δόθηκε κατά τον Μεσαίωνα στις παραστάσεις, ζωγραφικές ή γλυπτικές, της δυτικής εικονογραφίας της Παναγίας με τον Ιησού νεκρό. Ουσιαστικά πρόκειται για σκηνές των μεταξύ της αποκαθήλωσης και του ενταφιασμού… … Dictionary of Greek